- εξαττικίζω
- (AM ἐξαττικίζω) [αττικίζω](για τύπους λέξεων, τρόπους συντάξεως κ.λπ.) προσαρμόζω στη μορφή τού αττικού λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαττικίζειν — ἐξαττικίζω express in Attic form pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαττικίζων — ἐξαττικίζω express in Attic form pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαττικισμός — ο τάση προσαρμογής τής γλώσσας στο τυπικό τής αττικής διαλέκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαττικίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek